- συνουλωτικός
- συνουλ-ωτικός, ή, όν,A promoting cicatrization, Gal.10.199, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνουλωτικός — ή, ό / συνουλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνουλῶ / ώνω] αυτός που επιφέρει συνούλωση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συνουλωτική φαρμακίς» … Dictionary of Greek
συνουλωτικά — συνουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc pl συνουλωτικά̱ , συνουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc/acc dual συνουλωτικά̱ , συνουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουλωτικόν — συνουλωτικός promoting cicatrization masc acc sg συνουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουλωτική — συνουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουλωτικήν — συνουλωτικός promoting cicatrization fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουλωτικάς — συνουλωτικά̱ς , συνουλωτικός promoting cicatrization fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)